- κουρητισμός
- κουρητισμόςarmed dancingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κουρητισμός — κουρητισμός, ὁ (Α) [Κουρήτες] ο χορός τών Κουρήτων … Dictionary of Greek